συνοίσω
Look at other dictionaries:
συνοίσω — συμφέρω bring together fut ind act 1st sg συνοΐσω , συνοίομαι hold the same opinion aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
συνοιστός — ή, όν, Α σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοίσω, μέλλ. τού συμφέρω (βλ. λ. οἴσω) + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek